- κατσουφιά
- ηη κατήφεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατσουφιάζω, υποχωρητικά].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατσουφιά — η σκυθρωπότητα, κατήφεια, σκοτεινιά: Σήμερα το πρωί ο καθηγητής είναι όλο κατσουφιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανασταλαγιά — η λεπτή και επίμονη βροχή, ψιλόβροχο που δεν σταματά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανασταλάζω πρβλ. κατσουφιάζω κατσουφιά] … Dictionary of Greek
κατήφεια — η (AM κατήφεια, Α ιων. και επικ. τ. κατηφείη και κατηφίη) [κατηφής] η κατάσταση ή η όψη τού κατηφούς, ακεφιά, δυσθυμία, βαρυθυμία, σκυθρωπότητα, κατσουφιά («διά τούτο έκλινε προς την κατήφειαν και ήτο σιωπηλός», Καλλιγ.) αρχ. θλίψη που προκαλεί… … Dictionary of Greek
κατσουφιάρης — α, ικο [κατσουφιά] ο συνήθως κατσούφης, ο συνεχώς σκυθρωπός … Dictionary of Greek
σκυθρωπότητα — η / σκυθρωπότης, ητος, ΝΑ [σκυθρωπός] η κατάσταση τού σκυθρωπού, έκφραση κακής ψυχικής διάθεσης στο πρόσωπο, σκυθρωπασμός, κατήφεια, κατσουφιά, σκουντούφλιασμα … Dictionary of Greek
αχλή,η — αχλή, η 1. θόλωση της ατμόσφαιρας, ελαφρή ομίχλη, καταχνιά: Μια αχλή τούς εμπόδιζε να δουν μακριά. 2. κατσουφιά στο πρόσωπο, μελαγχολία. Στο πρόσωπό του απλωνόταν μια αχλή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκυθρωπότητα — η κατήφεια, κατσουφιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνοφρύωμα — το, ατος και συνοφρύωση, η σκυθρώπιασμα, κατσουφιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)